φυσικαλισμός

φυσικαλισμός
ο, Ν
(φιλοσ.) νεοθετικιστική αντίληψη, κατά την οποία το ιδίωμα, η γλώσσα τής φυσικής είναι γλώσσα όλων τών επιστημών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”